Ω ευλογημένη Μητέρα του Θεού, αγαλλιάται η καρδία του λαού σου, και πολλά χαίρεται, ότι σε έκλεξεν ο Υιός και Λόγος του Θεού να τον γεννήσης, και να τον αναθρέψης.
Ευφραίνομαι και εγώ ο ανάξιος δούλος σου, ότι έλαβες από τον Θεόν περισσότερον χάριν, και δόξαν μοναχή σου, παρά όλους τους Αγίους και τους Αγγέλους, όσοι είναι εις τον ουρανόν.
Χαίρε και συ λοιπόν χαριτωμένη Μαρία, Δέσποινά μου βασίλισσα του κόσμου, ήλιε της αγιωσύνης, παράδειγμα της αρετής, σκέπη των αμαρτωλών, καταφυγή και τόπος απόκρυφος των διωγμένων.
Ω ευλογημένη Μητέρα του Θεού μου, έμπροσθέν σου με ταπεινήν καρδίαν έρχομαι εγώ ο πτωχός και αμαρτωλός δια να ομιλήσης προς τον Υιόν σου δια λόγου μου, και να του ζητήσης συμπάθειαν δια τα κρίματά μου, και να με δυναμώσης να τα σχολάσω, και να μοι δώσης χάριν εις τα καλά έργα, οπού χρειάζομαι να κάμω.
Παρακάλεσε, ω Μητέρα της ελεημοσύνης, τον ελεήμονα Θεόν δια λόγου μου, και δια όλον τον κόσμον’ κάμε να περάσω τούτην την ημέραν, και όλας τας ημέρας της ζωής μου, χωρίς πταίσιμον, εις δόξαν Θεού και εδικήν μου, επειδή είμαι αποφασισμένος να αποθάνω κάλλιον παρά να σας πταίσω παραμικρόν, μη θέλωντας να κάμω άλλο από την σήμερον, παρά το άγιόν σας θέλημα εις όλην μου την ζωήν.
Δια τούτο σας παραδίδω όλο τον εμαυτόν μου, τον νουν μου, την καρδίαν μου, το στόμα μου, και όλα μου τα μέλη δια να μη με αφήσετε να λογιάσω, ουδέ να επιθυμήσω, ουδέ να ειπώ, ουδέ να κάμω κανένα πράγμα, οπού να μην είναι κατά το θέλημά σας, και εις δόξαν και χαράν εδικήν σας.
Αμήν.
Κύριε Παντοδύναμε, δέξου τη δέησή μου
Κύριε Παντοδύναμε, δέξου τη δέησή μου…
Προσευχή στον Κύριο «Κύριε Παντοδύναμε, δέξου τη δέησή μου…»
Δέξου, δέσποτα,
τήν προσευχή τοῦ δούλου Σου
στό ὑπερουράνιο καί νοερό θυσιαστήριο
τῆς ἄνω Μητροπόλεως Ἱερουσαλήμ.
Ἐσύ, Λόγε Θεοῦ,
ποῦ βρίσκεσαι ὅλος μέσα στόν Πατέρα Σου·
Ἐσύ πού συγκρατεῖς τά πάντα
καί διά τοῦ ὁποίου ἡ κτίση ἀπό τό μηδέν ἦρθε στήν ὕπαρξη·
Ἐσύ πού γεννήθηκες πρίν ἀπ’ ὅλους τους αἰῶνες,
ποῦ ἔχεις μέσα Σου ὅλον τόν Πατέρα
καί πού τό Ἅγιο Πνεῦμα –
«τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον»-
ἐπαναπαύεται σέ Σένα
Ἐσύ πού δημιούργησες τῶν ἀγγέλων τά τάγματα,
τῶν ὑδάτων τή φύση ,τό φῶς καί τό σκοτάδι,
τόν ἥλιο, τό φεγγάρι καί τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ,
τά ἐπουράνια ,τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια·
Ἐσύ πού στή χούφτα Σου κρατᾶς τό σύμπαν,
(ποιός, Κύριε, δέν σέ τρέμει,
ἕκτος κι’ ἄν εἶναι ὁλόκληρος θαμμένος στά πάθη,
σάν ἐμένα, τό κατακάθι τῆς δυσωδίας;)·
Ἐσύ πού ἔπλασες τά πνεύματα ἀπ’ τό τίποτε
κι’ ἄπ’ αὐτό ἐπίσης τήν ὕλη,
ποῦ «ὅσα ἠθέλησας ἐποίησας ἐν τῷ οὐρανῶ καί ἐν τή γῆ,
ἐν ταῖς θαλάσσαις καί ἐν πάσαις ταῖς ἀβύσσοις»,
Ἐσύ, παντοδύναμε, δέξου τή δέησή μου,
γιά νά κοιμηθῶ καί νά ὑπνώσω
«ἐν εἰρήνη ἐπί τό αὐτό… ὅτι σύ Κύριε
κατά μόνας ἐπ’ ἐλπίδι κατώκησας μέ»…